ἀκροωμένους

ἀκροωμένους
ἀκροάομαι
hearken
pres part mid masc acc pl
ἀκροάζομαι
fut part mp masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συνεξανίστημι — Α [ἐξανίστημι] 1. διεγείρω ή εξεγείρω, ξεσηκώνω μαζί («ἀεὶ δὲ λυπεῑ τοὺς ἀκροωμένους, ἀνασοβῶν καὶ συνεξανιστὰς παρὰ γνώμην», Πλούτ.) 2. (μέσ. ή παθ.) συνεξανίσταμαι α) προσέρχομαι με κάποιον β) κάνω κάτι ή προετοιμάζομαι για κάτι ταυτοχρόνως με… …   Dictionary of Greek

  • υπεγείρω — Α [ἐγείρω] 1. σηκώνω λιγάκι («ὑπεγείρων τὸ οὖς», Φιλόστρ.) 2. διεγείρω, ξεσηκώνω σταδιακά («ἐαυτὸν ὑπεγείρων καὶ τοὺς ἀκροωμένους», Φιλόστρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”